ἐνῶπα

ἐνῶπα
ἐνῶπα
Grammatical information: adv.
Meaning: `in the face, openly; against' m. gen. (Ο 320, Orph. L., Epigr.), univerbation of ἐν ὦπα, cf. ἔναντα and Schwyzer 619.
Other forms: only in κατενῶπα (κατ' ἐνῶπα, κατένωπα)
Derivatives: ἐνωπα-δίως `from face to face, in the flesh' (ψ 94), -δίς (A. R. 4, 351), -δόν (Q. S. 2, 84) `id.'.
Origin: IE [Indo-European] [775] *h₃ekʷ- `eye'
Etymology: Through hypostasis arose ἐνώπ-ιος `in the face, visible', mostly. neutr. as adv. and prep. ἐνώπιον (w. gen.) `in the flesh, personally' (hell.), κατενώπιον `id.' (hell.). Neutr. pl. ἐνώπια `front wall, ouside wall, fassade of a house' (Hom.), also in sing. (Delos IIa); `face' (A. Supp. 146 [lyr.]). - An isolated dative is ἐνωπῃ̃ `in the face, openly' (Ε 374), from ἐνωπή `look, face' (only in ἐνωπῆς γλήνεα Nik. Th. 227; simplex ὠπή A. R.), if not reformatiom of ἐνῶπα after the adverbial datives in -ῃ̃ (σπουδῃ̃ etc.; Schwyzer 622), cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 249. - See ὤψ; and cf. πρόσωπον and μέτωπον.
Page in Frisk: 1,526-527

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐνωπᾷ — ἐνωπή face fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνῶπα — ἐνωπή face indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνωπάν — ἐνωπά̱ν , ἐνωπή face fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεώπας — νεῶπας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀντὶ τοῡ νεοβλέπτους ἢ νέας». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ὦπα < θ. ωπ τού ὄπωπα (πρβλ. εἰσῶπα, ἐνῶπα)] …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • ώψ — ὠπός, ἡ και ὁ, Α 1. οφθαλμός, μάτι 2. πρόσωπο, όψη («ἀθανάτοις δὲ θεοῑς εἰς ὦπα ἐΐσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στην αιτ. ὦπα και σε σύνθεση στους επιρρμ. τ. εἰσῶπα, ἐνῶπα. Ανάγεται στην εκτεταμένη μορφή τής ΙΕ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”